Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ ὕποπτον

См. также в других словарях:

  • ὕποπτον — ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»